ανάλογος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνάλογος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάλογος η ανάλογη το ανάλογο
      γενική του ανάλογου της ανάλογης του ανάλογου
    αιτιατική τον ανάλογο την ανάλογη το ανάλογο
     κλητική ανάλογε ανάλογη ανάλογο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάλογοι οι ανάλογες τα ανάλογα
      γενική των ανάλογων των ανάλογων των ανάλογων
    αιτιατική τους ανάλογους τις ανάλογες τα ανάλογα
     κλητική ανάλογοι ανάλογες ανάλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάλογος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική analogue < αρχαία ελληνική ἀνάλογος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανά- + -λογος (ανά, λόγος) [1][2][3]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈna.lo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐λο‐γος
τονικό παρώνυμο: αναλόγως

Επίθετο[επεξεργασία]

ανάλογος, -η, -ο

  1. που αυξάνεται ή μειώνεται κατά όμοιο ή αντίστροφο τρόπο με άλλο μέγεθος
    Η ταχύτητα και ο χρόνος στην ευθύγραμμη ομαλή κίνηση είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα.
  2. αντίστοιχος
    έξοδα ανάλογα με τα έσοδα
  3. κατάλληλος για την περίσταση
    παίρνω τα ανάλογα μέτρα
  4. παρόμοιος
    Βρίσκομαι σε ανάλογη θέση με σένα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
αναλογ- 

→ και δείτε τις λέξεις ανά, λόγος και λέω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ανάλογος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ανάλογοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. ανάλογοςΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας