ανάλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάλυση | οι | αναλύσεις |
γενική | της | ανάλυσης* | των | αναλύσεων |
αιτιατική | την | ανάλυση | τις | αναλύσεις |
κλητική | ανάλυση | αναλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάλυση < αρχαία ελληνική ἀνάλυσις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈna.li.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάλυση θηλυκό
- η μέθοδος μελέτης ενός αντικειμένου ή προβλήματος χρησιμοποιώντας το διαχωρισμό του σε επιμέρους τμήματα
- ο ποσοτικός και ποιοτικός ακριβής προσδιορισμός των συστατικών ενός αντικειμένου
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η μέθοδος μελέτης ενός αντικειμένου ή προβλήματος
ο ποσοτικός και ποιοτικός ακριβής προσδιορισμός