ανάμεσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάμεσο < μεσαιωνική ελληνική ἀνάμεσον < αρχαία ελληνική ἀνάμεσος < ἀνά + μέσος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανάμεσο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ανάμεσα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάμεσο
|