ανάξιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάξιος < αρχαία ελληνική ἀνάξιος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανάξιος
- που δεν έχει αξία, δεν είναι ικανός σε μια συγκεκριμένη δουλειά, που προδίδει προσδοκίες, που δεν του αξίζει αυτό που έτυχε να έχει, δεν αποδείχτηκε άξιος για αυτό
- ανάξιος πολιτικός
- ανάξια νοικοκυρά (δεν είναι καλή στο νοικοκυριό)
- ανάξιος για φίλος σου
- ανάξιος εμπιστοσύνης
- ανάξια παιδιά, κρίμα τις επιχειρήσεις που είχε στήσει ο πατέρας τους, όλες τις έκλεισαν χρεωμένες
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ανάξιο λόγου: που δεν αξίζει να το αναφέρουμε, ασήμαντο