ανάπαμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάπαμα τα αναπάματα
      γενική του αναπάματος των αναπαμάτων
    αιτιατική το ανάπαμα τα αναπάματα
     κλητική ανάπαμα αναπάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάπαμα < ανά (πλήρως, παντού) + παύω + κατάληξη -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανάπαμα αρσενικό

  • η ανάπαυση
    ... του αγρού, η αγρανάπαυση, ο αγρός που δεν σπάρθηκε 1-2 χρόνια για να ανακτήσει την παραγωγικότητά του
    θα σπείρω φέτος αλλά του χρόνου θα τ' αφήσω ανάπαμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]