ανάπαυλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάπαυλα < αρχαία ελληνική ἀνάπαυλα. Συγχρονικά αναλύεται σε ανά- + παύλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάπαυλα θηλυκό
- σύντομη ανάσα, μικρή ξεκούραση, ανάπαυση, διακοπή μια δραστηριότητας για λίγο
- Δουλεύει χωρίς ανάπαυλα, ακόμα και Κυριακές, επειδή χρειάζεται τα λεφτά από τις υπερωρίες
- ανακωχή στον πόλεμο
- Στο Ιράκ ο πόλεμος δεν λέει να πάρει τέλος -μια ανάπαυλα και πάλι απ' την αρχή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)