Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανάπαυση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάπαυση οι αναπαύσεις
      γενική της ανάπαυσης* των αναπαύσεων
    αιτιατική την ανάπαυση τις αναπαύσεις
     κλητική ανάπαυση αναπαύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπαύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανάπαυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπαυσις < ἀναπαύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈna.paf.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανάπαυση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανάπαυση θηλυκό

  1. η ξεκούραση, ο ύπνος ή το διάλειμμα στις υποχρεώσεις
      ώρα για ανάπαυση
      εβδομαδιαία ανάπαυση είναι η Κυριακή και για πολλούς το Σαββατοκύριακο
      ημέρα ανάπαυσης είναι κάθε αργία
  2. η συγκρατημένη χαλάρωση της στάσης του σώματος σε στρατιωτική ή μαθητική παράταξη και το σχετικό παράγγελμα (Ανάπαυση!)
     αντώνυμα: προσοχή!
      τους επέτρεψε να σταθούν σε στάση ανάπαυσης όση ώρα τους μιλούσε

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]