ανάπλατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάπλατος < ανά- στερητικό + πλάτ(ος + -ος. Δε σχετίζεται με το ανάπλαστος ή το αναπλατύνω.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈna.pla.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐πλα‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανάπλατος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάπλατος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «ἀνάπλατος» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .