ανάρρωση
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | ανάρρωση |
γενική | ανάρρωσης & αναρρώσεως |
αιτιατική | ανάρρωση |
κλητική | ανάρρωση |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάρρωση < αρχαία ελληνική ἀνάρρωσις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ˈna.ɾɔ.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανάρρωση θηλυκό
- η βελτίωση της κατάστασης της υγείας ενός ασθενούς και η φάση κατά την οποία αρχίζει πλέον να αναλαμβάνει τις δυνάμεις του
- Κάποιες ιώσεις μεταδίδονται όταν η νόσος είναι σε έξαρση, αλλά πολλές μεταδίδονται και στη φάση της ανάρρωσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάρρωση