ανάστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάστα < προστακτική μέσου αορίστου του ἀνίσταμαι

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανάστα

  • λέξη που μπήκε και παρέμεινε στο λεξιλόγιο από την λειτουργία της πρώτης Αναστάσεως (ἀνάστα ὁ Θεός κρίνων τήν γῆν) και που επιβιώνει σε φράσεις όπως ανάστα ο Κύριος και ανάστα ο κόσμος και ανάστα ο Θεός για να δηλώσει κατάσταση με μεγάλη αναστάτωση και ταραχή
  • Η μικρή πήγε για πρώτη φορά σε μπαράκι με φίλες της και γύρισε χαράματα, οπότε έγινε ανάστα ο Κύριος.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]