ανάφτω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάφτω < μεσαιωνική ελληνική ἀνάφτω
Ρήμα[επεξεργασία]
ανάφτω
- (λαϊκότροπο) και ποιητικό το ανάβω
- .. όσο την τηρά, τόσο ο καϋμός του ανάφτει. Που μέσ' 'ςτά φυλλοκάρδια του κρυμμένον τον φυλάει. (Κώστας Κρυστάλλης, Ο Ήλιος κι' η Νύχτα, 1891)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανάφτω
|