Μετάβαση στο περιεχόμενο

ανέμελος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέμελος η ανέμελη το ανέμελο
      γενική του ανέμελου της ανέμελης του ανέμελου
    αιτιατική τον ανέμελο την ανέμελη το ανέμελο
     κλητική ανέμελε ανέμελη ανέμελο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέμελοι οι ανέμελες τα ανέμελα
      γενική των ανέμελων των ανέμελων των ανέμελων
    αιτιατική τους ανέμελους τις ανέμελες τα ανέμελα
     κλητική ανέμελοι ανέμελες ανέμελα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανέμελος < στερητικό πρόθεμα ανέ- + μέλ(ει) + -ος. Δείτε το αρχαίο μέλω (νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈne.me.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανέμελος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ανέμελος, -η, -ο

  • χωρίς ανησυχίες ή προβλήματα
    παράδειγμα  ζούσε ευτυχισμένος, μιαν ανέμελη ζωή χωρίς σκοτούρες και ευθύνες, μέχρι που ήρθαν δύσκολες μέρες
      «Πολλοπαιδούσα» ή «καλογαλούσα», ήταν η γυναίκα που αποκτούσε πολλά και υγιή παιδιά και «ντερμπεντέρισσα» η ανέμελη. «Μερακλού» και «κεφλού», ήταν η εύθυμη γυναίκα και «μπεσαλού» η έμπιστη. (Το λεξιλόγιο των Μικρασιατών για τις γυναίκες της Σμύρνης, constantinoupoli.com, 3/8/2017 )

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]