ανέμισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανέμισμα τα ανεμίσματα
      γενική του ανεμίσματος των ανεμισμάτων
    αιτιατική το ανέμισμα τα ανεμίσματα
     κλητική ανέμισμα ανεμίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανέμισμα < ανεμίζω, ανέμισ(α) + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈne.mi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νέ‐μι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανέμισμα ουδέτερο

  1. η κίνηση από τον άνεμο
    το ανέμισμα της σημαίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]