ανέσπερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανέσπερο | τα | ανέσπερα |
γενική | του | ανέσπερου | των | ανέσπερων |
αιτιατική | το | ανέσπερο | τα | ανέσπερα |
κλητική | ανέσπερο | ανέσπερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανέσπερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανέσπερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανέσπερο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανέσπερο
|