ανέσπερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνέσπερος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέσπερος η ανέσπερη το ανέσπερο
      γενική του ανέσπερου της ανέσπερης του ανέσπερου
    αιτιατική τον ανέσπερο την ανέσπερη το ανέσπερο
     κλητική ανέσπερε ανέσπερη ανέσπερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέσπεροι οι ανέσπερες τα ανέσπερα
      γενική των ανέσπερων των ανέσπερων των ανέσπερων
    αιτιατική τους ανέσπερους τις ανέσπερες τα ανέσπερα
     κλητική ανέσπεροι ανέσπερες ανέσπερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανέσπερος < (ελληνιστική κοινήἀνέσπερος

Επίθετο[επεξεργασία]

ανέσπερος

  • που δεν δύει, δεν σβήνει, που διατηρεί την αίγλη του, το φως, τη δόξα
    ἀνέσπερος εἰς γῆν φωσφόρος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]