ανέσπλαγχνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανέσπλαγχνα < ανέσπλαγχνος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανέσπλαγχνα
- άλλη μορφή του άσπλαχνα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανέσπλαγχνα
|
Επίρρημα[επεξεργασία]
ανέσπλαγχνα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανέσπλαγχνος