ανήμερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ανήμερα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀνήμερα < μεσαιωνική ελληνική ἐνήμερα (με παρασύνδεση προς τα σύνθετα από ἀν(α)- και αναβιβασμό του τόνου κατά το σήμερα) < αρχαία ελληνική ἐν ἡμέρᾳ (εντός της ημέρας)[1]

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανήμερα

  • κατά την ίδια εκείνη μέρα στην οποία αναφερόμαστε
    το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ τσουγκρίζουμε τ' αβγά κι ανήμερα το Πάσχα ψήνουμε τον οβελία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ανήμερα < ανήμερ(ος) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανήμερα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ανήμερα ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ανήμερα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.