ανήφορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανήφορος < μεσαιωνική ελληνική ανήφορος < (ελληνιστική κοινή) ἀνώφορος < αρχαία ελληνική ἀνωφερής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανήφορος αρσενικό
- έδαφος ή δρόμος με κλίση προς τα πάνω
- (μεταφορικά) δυσκολίες
- (οικονομία) άνοδος (τιμών)