ανήφορος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανήφορος οι ανήφοροι
      γενική του ανήφορου των ανήφορων
    αιτιατική τον ανήφορο τους ανήφορους
     κλητική ανήφορε ανήφοροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανήφορος < μεσαιωνική ελληνική ανήφορος < (ελληνιστική κοινή) ἀνώφορος < αρχαία ελληνική ἀνωφερής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανήφορος αρσενικό

  1. έδαφος ή δρόμος με κλίση προς τα πάνω
  2. (μεταφορικά) δυσκολίες
  3. (οικονομία) άνοδος (τιμών)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]