ανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανία | οι | ανίες |
γενική | της | ανίας | των | ανιών |
αιτιατική | την | ανία | τις | ανίες |
κλητική | ανία | ανίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανία < αρχαία ελληνική ἀνία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανία θηλυκό
- δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από την πλήρη έλλειψη ενδιαφέροντος σε κάτι με το οποίο ασχολείται κανείς, ή από την έλλειψη κάποιας απασχόλησης που τραβά τη προσοχή
- Ο Μπερνάρ ανέχεται τον ισχυρό χαρακτήρα της πανέξυπνης συζύγου του, αλλά εκείνη σύντομα αρχίζει να ασφυκτιά από την ανία της επαρχιακής ζωής και τη μετριότητα του άντρα της.[1]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανία
|