αναίμαχτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναίμαχτα < αναίμαχτος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]αναίμαχτα
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αναίμακτα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αναίμακτος και αίμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναίμαχτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αναίμαχτος