αναβάθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβάθρα οι αναβάθρες
      γενική της αναβάθρας των αναβαθρών
    αιτιατική την αναβάθρα τις αναβάθρες
     κλητική αναβάθρα αναβάθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναβάθρα < (ελληνιστική κοινήἀναβάθρα < ἀνά + βάθρα < βαίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναβάθρα θηλυκό

(λόγιο)
  1. (ναυτικός όρος) ανεμόσκαλα πλοίου κατασκευασμένη από σκοινί ή/και ξύλο
  2. (ναυτικός όρος) (κατ’ επέκταση) κεκλιμένη σανίδα ανάβασης σε πλοίο
  3. (αρχαιολογία) (αρχιτεκτονική) κεκλιμένο επίπεδο που οδηγούσε ψηλότερα, μέσα σε αρχαίο ναό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]