αναβιωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
(ο) αναβιωτής αρσενικό, (η) αναβιώτρια θηλυκό
- αυτός που αναβιώνει κάτι
- αναπαραστάτης μάχης ή παλιού γεγονότος