αναβιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναβιώ < αρχαία ελληνική ἀναβιόω / ἀναβιῶ < βίος
Ρήμα[επεξεργασία]
αναβιώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του αναβιώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναβιώ
|