αναβολικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναβολικό τα αναβολικά
      γενική του αναβολικού των αναβολικών
    αιτιατική το αναβολικό τα αναβολικά
     κλητική αναβολικό αναβολικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναβολικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναβολικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναβολικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αναβολικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναβολικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναβολικός