αναγελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναγελώ < αρχαία ελληνική ἀναγελάω / ἀναγελῶ < γελάω / γελῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αναγελώ

  1. εμπαίζω
     συνώνυμα: κοροϊδεύω, περιγελώ, περιπαίζω, χλευάζω
  2. χαίρομαι, έχω έκφραση χαρούμενη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]