αναγεννητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγεννητικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναγεννητικός < ἀναγεννάω < αρχαία ελληνική γεννάω / γεννῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική régénérateur)
Επίθετο[επεξεργασία]
αναγεννητικός, -ή, -ό
- που συντελεί στην αναγέννηση ή την προκαλεί
- Πρόκειται για ολοκληρωτική «μεταμόρφωση» ενός ενηλίκου κυττάρου η οποία αναμένεται να φέρει επανάσταση στον τομέα της αναγεννητικής ιατρικής: επιστήμονες μετέτρεψαν για πρώτη φορά έναν τύπο ενηλίκου κυττάρου σε έναν άλλο καταργώντας την ανάγκη για χρήση βλαστικών κυττάρων. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγεννητικός