αναγκαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αναγκαία, αναγκαίος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναγκαίο τα αναγκαία
      γενική του αναγκαίου των αναγκαίων
    αιτιατική το αναγκαίο τα αναγκαία
     κλητική αναγκαίο αναγκαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναγκαίο < ουδέτερο του αναγκαίος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναγκαίο ουδέτερο

  1. (φιλοσοφία) η αναγκαιότητα
  2. (παρωχημένο) αποχωρητήριο
     συνώνυμα: απόπατος, καμπινές, μέρος
  3. (παρωχημένο) (ιδιωματικό) ουροδοχείο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]