αναγνωριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγνωριστικός < (ελληνιστική κοινή) ἀναγνωριστικός < αρχαία ελληνική ἀναγνωρίζω < γνωρίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-
Επίθετο[επεξεργασία]
αναγνωριστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται, συμβάλλει ή οδηγεί στην αναγνώριση· που είναι ικανός ή κατάλληλος για αναγνώριση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναγνωριστικά
- → δείτε τις λέξεις αναγνωρίζω και γνώση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγνωριστικός