αναγνωστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναγνωστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]αναγνωστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ανάγνωση
- αναγνωστικές συνήθειες
αναγνωστικός, -ή, -ό