αναγνώθω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναγνώθω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀναγνώθω < αρχαία ελληνική ἀναγιγνώσκω. Συγκρίνετε με το αναγινώσκω. (Χρειάζεται σχόλιο το γνώθω).

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.naˈɣno.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐γνώ‐θω

αναγνώθω, πρτ.: ανάγνωθα, αόρ.: ανάγνωσα (χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]