αναγνώριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναγνώριση | οι | αναγνωρίσεις |
γενική | της | αναγνώρισης* | των | αναγνωρίσεων |
αιτιατική | την | αναγνώριση | τις | αναγνωρίσεις |
κλητική | αναγνώριση | αναγνωρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναγνωρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγνώριση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγνώρι(σις) (< ἀναγνωρίζω) + -ση. Δείτε αναγνωρίζω
- για τη σημασία «παραδοχή», «ηθική αναγνώριση» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική reconnaisance
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naˈɣno.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐γνώ‐ρι‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναγνώριση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναγνωρίζω
- η εξακρίβωση ταυτότητας
- (φιλολογία, θέατρο) η φανέρωση ή αποκάλυψη της ταυτότητας και της σχέσης που συνδέει δύο πρόσωπα, άγνωστα μεταξύ τους μέχρι τη στιγμή εκείνη
- → δείτε και γραμματική αναγνώριση
- (στρατιωτικός όρος) η εξερεύνηση μιας περιοχής και η συλλογή πληροφοριών
- η παραδοχή της αλήθειας
- ηθική ανταμοιβή
- (λογιστική) η διαδικασία ενσωμάτωσης ενός στοιχείου στο λογιστικό σύστημα υπό την προϋπόθεση ότι έχει πιθανή μελλοντική οικονομική ωφέλεια και μετρήσιμη χρηματική αξία (επιμέτρηση)
- ↪ Δεν μπορεί να γίνει αναγνώριση στην καλή φήμη μια εταιρίας, γιατί δεν μπορεί να υπολογιστεί αντικειμενικά η αξία της ώστε να καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία.
- η εξακρίβωση ταυτότητας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αναγνωρίζω, ανά και γνωρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγνώριση
|
η εξερεύνηση μιας περιοχής
αναγνώριση (λογιστική)
Πηγές[επεξεργασία]
- αναγνώριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αναγνώριση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- αναγνώριση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λογιστική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)