αναγορεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναγορεύω < αρχαία ελληνική ἀναγορεύω < ἀγορεύω < ἀγορά < ἀγείρω

αναγορεύω

  1. απονέμω τίτλο ή αξίωμα στο πλαίσιο κάποιας τελετής
    θεμελιώδης αρχή του πολιτεύματος είναι να αναγορεύει ο λαός τους άρχοντές του
  2. (μεταφ.) χρίζω κάτι ή κάποιον, ανακηρύσσω
    τεχνολογία, κεφάλαιο, ανθρώπινο κεφάλαιο, υποδομές και οργάνωση έχουν αναγορευθεί σε καθοριστικά μεγέθη του ανταγωνισμού
  3. κατηγορώ άδικα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]