Μετάβαση στο περιεχόμενο

αναγράφω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀναγράφω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναγράφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγράφω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.naˈɣɾa.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναγράφω

αναγράφω

  1. γράφω κάτι πάνω σε μια επιφάνεια
  2. (για μια επιφάνεια) φέρω γραμμένο κείμενο
    οι ετικέτες των συσκευασμένων τροφίμων πρέπει να αναγράφουν την ημερομηνία λήξεως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]