αναγραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγραφή < αρχαία ελληνική ἀναγραφή < ἀναγράφω < γράφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gerbʰ- (χαράσσω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναγραφή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναγράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγραφή
|