αναγώγιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αναγώγιμος, -η, -ο
- (λόγιο) που μπορεί να του γίνει αναγωγή, να μειωθεί, να γίνει απλούστερος
αναγώγιμος, -η, -ο