αναδεξιμιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναδεξιμιός < μεσαιωνική ελληνική ἀναδεξιμαῖος < αρχαία ελληνική ἀναδέχομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναδεξιμιός αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναδεξιμιός
|