αναδιάταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδιάταξη | οι | αναδιατάξεις |
γενική | της | αναδιάταξης* | των | αναδιατάξεων |
αιτιατική | την | αναδιάταξη | τις | αναδιατάξεις |
κλητική | αναδιάταξη | αναδιατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδιατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναδιάταξη < αναδιατάσσω, αναδιατακ- + -σις > -ξις > -ξη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναδιάταξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναδιατάσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναδιάταξη