αναδιοργανώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναδιοργανώνω < ανα- + διοργανώνω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réorganiser

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.ði.oɾ.ɣaˈno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐δι‐ορ‐γα‐νώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναδιοργανώνω (παθητική φωνή: αναδιοργανώνομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]