αναδρομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναδρομικός < αναδρομ(ή) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.ðɾo.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐δρο‐μι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αναδρομικός, -ή, ό
- που πηγαίνει ή είναι τοποθετημένος προς τα πάνω, ή αντίθετα με τη φυσική ροή ή φορά, προς τα πίσω
- ↪αναδρομικό ιστίο (ναυτικός όρος)
- που αναφέρεται στην αρχή, που γίνεται σήμερα αλλά ισχύει από το παρελθόν
- ↪ αναδρομική ισχύς νόμου
- ↪ αναδρομικός φόρος
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη αναδρομικός σχηματισμός
- (πληροφορική) recursive: η συνάρτηση που καλεί τον εαυτό της σε πεπερασμένα βήματα για την επίλυση ενός προβλήματος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναδρομικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)