αναζητησιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναζητησιμότητα < αναζητήσιμος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική searchability)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναζητησιμότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η ιδιότητα του αναζητήσιμου, η δυνατότητα ή η ευκολία αναζήτησης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναζητησιμότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)