αναζωπυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναζωπυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναζωπυρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]αναζωπυρωμένος, -η, -ο
- που έχει αναζωπυρωθεί
- αναζωπυρωμένη εστία, πυρκαγιά, φωτιά
- με αναζωπυρωμένο το ενδιαφέρον
- αναζωπυρωμένη τάση, συζήτηση
- αναζωπυρωμένο μέτωπο στα εργασιακά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναζωπυρωμένος
|