αναθεματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναθεματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναθεματίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.θe.ma.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐θε‐μα‐τι‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αναθεματισμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά)
- που έχει αναθεματιστεί, καταραστεί
- άλλες μορφές: παναθεματισμένος
- (εκκλησιαστικός όρος) που έχει αφοριστεί από την εκκλησία
- που έχει αναθεματιστεί, καταραστεί
- (μεταφορικά, προφορικό) που έχει προξενήσει δυσκολίες, δυσφορία, και το καταριόμαστε
- ↪ Δεν το αντέχω το αναθεματισμένο το τηλέφωνο! Συνεχώς χτυπάει «ντριν, ντριν»!
- άλλες μορφές: παναθεματισμένος
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναθεματισμένος
Πηγές[επεξεργασία]
- αναθεματισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αναθεματισμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- αναθεματισμένος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)