αναιμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αναιμικός -ή -ό αρσενικό
- που σχετίζεται με την αναιμία
- που πάσχει από αναιμία
- (μεταφορικά) ο αδύναμος
- ≈ συνώνυμα: άτονος, υποτονικός
- (μεταφορικά) ο αδύνατος