ανακατάταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακατάταξη < ανακατατάσσω + -ξη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rarrengement / rangagement)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανακατάταξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανακατατάσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακατάταξη