ανακατευθύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακατευθύνω < (νεολογισμός) (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική redirect, ανα- + κατευθύνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ανακατευθύνω

  • αλλάζω κατεύθυνση σε κάτι, του δίνω νέα κατεύθυνση
    τα σήματα της τροχαίας ανακατευθύνουν τα οχήματα λόγω των έργων που γίνονται
    η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις
    ανακατευθύνουν με λέιζερ τους κεραυνούς

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]