ανακατεύθυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακατεύθυνση | οι | ανακατευθύνσεις |
γενική | της | ανακατεύθυνσης | των | ανακατευθύνσεων |
αιτιατική | την | ανακατεύθυνση | τις | ανακατευθύνσεις |
κλητική | ανακατεύθυνση | ανακατευθύνσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακατεύθυνση < ανα- + κατεύθυνση (νεολογισμός τέλους 20ού αιώνα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική redirection)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.kaˈte.fθin.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κα‐τεύ‐θυν‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακατεύθυνση θηλυκό
- (πληροφορική) στo διαδίκτυο, σύνδεσμος για αυτόματη μετάβαση σε άλλη ιστοσελίδα
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανακατευθύνω, η διαδικασία της στρέψης, της αλλαγής κατεύθυνσης, αλλαγής πορείας, η εκτροπή της κυκλοφορίας
- για την ανακατεύθυνση των οχημάτων
- το να ακολουθείται διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που είχε κάποιος μέχρι τώρα (επαγγελματικά)
- ανακατεύθυνση στην αυτοαπασχόληση και στην ίδρυση νέας επιχείρησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακατεύθυνση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)