ανακοπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακοπή οι ανακοπές
      γενική της ανακοπής των ανακοπών
    αιτιατική την ανακοπή τις ανακοπές
     κλητική ανακοπή ανακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακοπή < αρχαία ελληνική ἀνακοπή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανακοπή θηλυκό

  1. το απότομο σταμάτημα της καρδιακής λειτουργίας
  2. το ένδικο μέσο εναντίον βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου ώστε να ακυρωθεί ή πάντως να αναβληθεί, να ανασταλεί η εφαρμογή του

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]