ανακοπή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανακοπή | οι | ανακοπές |
γενική | της | ανακοπής | των | ανακοπών |
αιτιατική | την | ανακοπή | τις | ανακοπές |
κλητική | ανακοπή | ανακοπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακοπή < αρχαία ελληνική ἀνακοπή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανακοπή θηλυκό
- το απότομο σταμάτημα της καρδιακής λειτουργίας
- (νομικός όρος) το ένδικο μέσο εναντίον βουλεύματος δικαστικού συμβουλίου ώστε να ακυρωθεί ή πάντως να αναβληθεί, να ανασταλεί η εφαρμογή του
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- ανακοπή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανακοπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας