ανακρυστάλλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακρυστάλλωση < ανα- + κρυσταλλώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική recristallisation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανακρυστάλλωση θηλυκό
- η εκ νέου κρυστάλλωση
- η αφαίρεση των ξένων προσμείξεων ενός σώματος με διάλυση της κρυσταλλικής δομής του και την επανασύνθεσή της
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: κρύσταλλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακρυστάλλωση