ανακυκλωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανακυκλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανακυκλώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]ανακυκλωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί ανακύκλωση
- που προέρχεται από ανακύκλωση
- ※ Χυτήριο για τη δημιουργία κολώνων αλουμινίου από πρωτόχυτο ή δευτερόχυτο (ανακυκλωμένο) αλουμίνιο (Η ελληνική πολυεθνική με 30 χρόνια εντυπωσιακής ανάπτυξης, εφημ. Καθημερινή, 05/06/2019 )