ανακυρτώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ανακυρτώνω[1] (παθητική φωνή: ανακυρτώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανακυρτωμένος
- ανακύρτωση
- → δείτε τις λέξεις ανά και κυρτός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανακυρτώνω | ανακύρτωνα | θα ανακυρτώνω | να ανακυρτώνω | ανακυρτώνοντας | |
β' ενικ. | ανακυρτώνεις | ανακύρτωνες | θα ανακυρτώνεις | να ανακυρτώνεις | ανακύρτωνε | |
γ' ενικ. | ανακυρτώνει | ανακύρτωνε | θα ανακυρτώνει | να ανακυρτώνει | ||
α' πληθ. | ανακυρτώνουμε | ανακυρτώναμε | θα ανακυρτώνουμε | να ανακυρτώνουμε | ||
β' πληθ. | ανακυρτώνετε | ανακυρτώνατε | θα ανακυρτώνετε | να ανακυρτώνετε | ανακυρτώνετε | |
γ' πληθ. | ανακυρτώνουν(ε) | ανακύρτωναν ανακυρτώναν(ε) |
θα ανακυρτώνουν(ε) | να ανακυρτώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανακύρτωσα | θα ανακυρτώσω | να ανακυρτώσω | ανακυρτώσει | ||
β' ενικ. | ανακύρτωσες | θα ανακυρτώσεις | να ανακυρτώσεις | ανακύρτωσε | ||
γ' ενικ. | ανακύρτωσε | θα ανακυρτώσει | να ανακυρτώσει | |||
α' πληθ. | ανακυρτώσαμε | θα ανακυρτώσουμε | να ανακυρτώσουμε | |||
β' πληθ. | ανακυρτώσατε | θα ανακυρτώσετε | να ανακυρτώσετε | ανακυρτώστε | ||
γ' πληθ. | ανακύρτωσαν ανακυρτώσαν(ε) |
θα ανακυρτώσουν(ε) | να ανακυρτώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανακυρτώσει | είχα ανακυρτώσει | θα έχω ανακυρτώσει | να έχω ανακυρτώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανακυρτώσει | είχες ανακυρτώσει | θα έχεις ανακυρτώσει | να έχεις ανακυρτώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανακυρτώσει | είχε ανακυρτώσει | θα έχει ανακυρτώσει | να έχει ανακυρτώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανακυρτώσει | είχαμε ανακυρτώσει | θα έχουμε ανακυρτώσει | να έχουμε ανακυρτώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανακυρτώσει | είχατε ανακυρτώσει | θα έχετε ανακυρτώσει | να έχετε ανακυρτώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανακυρτώσει | είχαν ανακυρτώσει | θα έχουν ανακυρτώσει | να έχουν ανακυρτώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανακυρτώνω
|
- ↑ ανακυρτώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας